- προσαγορεύω
- ΝΜΑ [ἀγορεύω]1. προσφωνώ, απευθύνω σε κάποιον δημόσια χαιρετισμό, εκφωνώ χαιρετιστήρια αγόρευση2. τιτλοφορώ κάποιον, αποκαλώ κάποιον με τον τίτλο που έχει ή που τού απονέμωαρχ.1. χαιρετίζω («ἐν ταῑς ἐπιστολαῑς τοὺς φίλους προσαγορεύουσι», Πλάτ.)2. καλώ, ονομάζω («τὸν Ἀγαμέμνονα προσαγορεῡσαι ποιμένα λαῶν», Ξεν.)3. λέω κάτι επί πλέον4. μιλώ σε κάποιον, τού απευθύνω τον λόγο5. μιλώ ευφήμως για κάποιον ή για κάτι («πάσας τὰς ἡδονὰς ἀγαθὸν εἶναι προσαγορεύεις», Πλάτ.)6. αποδίδω7. μνημονεύω, αναφέρω8. επικαλούμαι («τὰ τῶν θηρίων ἤθη προσαγορεύειν», Πλούτ.)9. φρ. «προσαγορεύω τινὰ χαίρειν» — αποχαιρετώ κάποιον.
Dictionary of Greek. 2013.